- τάρβημι
- Α(αιολ. τ.) βλ. ταρβῶ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταρβώ — έω και αιολ. τ. τάρβημι και βοιωτ. τ. τάρθειμι Α (ποιητ. τ.) 1. (αμτβ.) κατέχομαι από φόβο, από τρόμο, φοβάμαι, τρομάζω 2. (μτβ. με αιτ.) α) φοβάμαι, τρέμω κάτι β) σέβομαι κάτι 3. (το απαρμφ. ενεργ. ενεστ. με άρθρ. ως ουσ.) τὸ ταρβεῑν κατάσταση… … Dictionary of Greek